νάιλον

νάιλον
Η γνωστότερη και πιο διαδεδομένη συνθετική ίνα. Ανήκει στην κατηγορία των πολυαμιδικών ινών, οι οποίες ονομάζονται έτσι γιατί στη σύστασή τους μετέχουν αμιδικές ομάδες NH - CO -. To ν. ανακαλύφθηκε χάρη στις μελέτες του Αμερικανού χημικού Κεράδερς, της Dupont Chemical Corporation, από το 1935 έως το 1937 και γνώρισε ευρύτατη διάδοση στην υφαντουργική βιομηχανία, όπου επέφερε πολλές καινοτομίες και σημαντική ώθηση. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή πλεκτών, καλτσών, υποκαμίσων, εσωρούχων, υφασμάτων και παραπετασμάτων, αλλά και για την κατασκευή των πιο διαφορετικών αντικειμένων. Στην πράξη, το ν. λαμβάνεται με πολυμερισμό της λιπώδους εξαμεθυλενδιαμίνης (που ονομάζεται άλας 6.6). Οι μέθοδοι παρασκευής του άλατος 6.6 είναι διάφορες· συνήθως, ως πρώτη ύλη χρησιμοποιείται η φαινόλη, που προκύπτει με τη σύνθεση του βενζολίου, ουσίας που λαμβάνεται από τη διύλιση του ορυκτού άνθρακα. Από τη φαινόλη λαμβάνεται το λιπαρό οξύ και η εξαμεθυλενδιαμίνη, τα οποία όταν ενωθούν δίνουν το άλας 6.6· ο πολυμερισμός αυτού του μονομερούς γίνεται με τήξη (περίπου στους 280°C) και θέρμανση σε αυτόκλειστους κλιβάνους σε ατμόσφαιρα αζώτου καθαρισμένου (δηλαδή χωρίς ίχνος οξυγόνου) με απαγωγή του νερού. Το λιωμένο πολυμερές προωθείται, με τη βοήθεια μιας ή δύο αντλιών με οδοντωτούς τροχούς μέσω ενός φίλτρου άμμου, προς δύο οδηγούς κυλίνδρους με ταχύτητα περίπου 800 μ./ λεπτό. Οι κύλινδροι και το φίλτρο είναι τοποθετημένα σε μεταλλικές μάζες, που διατηρούνται σε θερμοκρασία περίπου 280°C. Το πολυμερές στερεοποιείται με ψύξη και το νήμα που λαμβάνεται έτσι περνά ανάμεσα από μια σειρά κυλίνδρων, οι οποίοι περιστρέφονται με διαφορετική ταχύτητα και εκτείνουν το ν., ώσπου να το επιμηκύνουν 4 φορές. Με το τράβηγμα αλλάζουν βασικά οι φυσικές ιδιότητες της ίνας και ακόμα και μερικές χημικές, όπως για παράδειγμα η χημική συγγένεια προς τις χρωστικές ουσίες. Το νήμα τυλίγεται τελικά στην περιεκτυλίκτριά του. Τα νήματα ν. παράγονται συνήθως με λεπτούς τίτλους, έως 10 ντενιέ, ενώ οι μεγαλύτεροι τίτλοι αποτελούνται συνήθως από πολλά νήματα τίτλων από 3 έως 5 ντενιέ. Το ν. έχει μεγάλη διηλεκτρική ισχύ και ελάχιστη υγροσκοπικότητα, και γι’ αυτό ηλεκτρίζεται εύκολα με τριβή. Πριν από το τράβηγμα, λοιπόν, υγραίνεται με ειδικές αντιστατικές ουσίες, οι οποίες διευκολύνουν τον διασκορπισμό του παραγόμενου ηλεκτρισμού.
* * *
και νάυλον, το
(χημ. -τεχνολ.) συνοπτική εμπορική ονομασία πολυαμιδίων, δηλαδή πολυμερών ενώσεων που περιέχουν στα μικρομόριά τους αμιδικές ομάδες και χρησιμοποιούνται για την παραγωγή συνθετικών υφαντικών ινών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. nylon].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νάιλον — το άκλ. (λ. αγγλ.), συνθετική ύλη που παράγεται από τα υποπροϊόντα του πετρελαίου και χρησιμεύει στην κατασκευή νημάτων και άλλων ειδών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • πλαστικές ύλες — Οργανικές ενώσεις με υψηλό μοριακό βάρος, αδιάλυτες στο νερό, στερεές στη συνηθισμένη θερμοκρασία, οι οποίες χαρακτηρίζονται ανάλογα με τη δυνατότητα επεξεργασίας τους με την τεχνική των εκμαγείων και της συμπίεσης. Οι πλαστικές ύλες μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • γραφομηχανή — Εκτυπωτική μηχανή σε φύλλο χαρτιού, με χαρακτήρες παρόμοιους με τα στοιχεία του Τύπου. Η μηχανή αυτή λειτουργεί με πλήκτρα και αντικαθιστά τη γραφή με το χέρι. Η γ. στην κανονική της μορφή αποτελείται από το κινητό μέρος της, που ονομάζεται όχημα …   Dictionary of Greek

  • νάυλον — Βλ. λ. νάιλον. * * * το βλ. νάιλον …   Dictionary of Greek

  • Κάροδερς, Γουάλας Χιουμ — (Wallace Hume Carothers, Μπέρλινγκτον, Αϊόβα 1896 – Φιλαδέλφεια, Πενσιλβάνια 1937). Αμερικανός χημικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Ιλινόις το 1921 και αφού ολοκλήρωσε το διδακτορικό του (1924) δίδαξε οργανική χημεία στο Ιλινόις και στο… …   Dictionary of Greek

  • αλεξίπτωτο — Συσκευή που αποσκοπεί στον περιορισμό της ταχύτητας πτώσης ενός σώματος μέσα στην ατμόσφαιρα. Επειδή η λειτουργία του βασίζεται στην εκμετάλλευση της αντίστασης του αέρα, το α. μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος αεροδυναμικού φρένου. Πρώτος ο Λεονάρντο …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • αμίδια — Χημικές ενώσεις, που επιτυγχάνονται με την αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων υδρογόνου του μορίου της αμμωνίας με ρίζες οξέων. Ανάλογα με το αν θα αντικατασταθεί το ένα, τα δύο ή και τα τρία άτομα του υδρογόνου έχουμε τα πρωτοταγή,… …   Dictionary of Greek

  • αμίνες — Χημικές ενώσεις, παράγωγα της αμμωνίας, με αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων του υδρογόνου με ισάριθμες αλκυλικές ή αρωματικές ρίζες: διακρίνονται συνεπώς σε πρωτοταγείς, δευτεροταγείς και τριτοταγείς. Καθορίζονται επίσης ως αλειφατικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”